- εναπολαμβάνω
- ἐναπολαμβάνω (Α)1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», Αριστοτ.)2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση.
Dictionary of Greek. 2013.